- ευμετάβλητος
- 1) changeant2) variable
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εὐμετάβλητος — easily changed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμετάβλητος — η, ο (ΑΜ εὐμετάβλητος, ον) 1. αυτός που μεταβάλλεται ή αλλοιώνεται εύκολα, μεταβλητός, ασταθής 2. το ουδ. ως ουσ. το ευμετάβλητο(ν) η ευμεταβλησία (α. «το ευμετάβλητο τού χαρακτήρα» β. «τῆς τύχης τὸ εὐμετάβλητον», Αίσωπ.) αρχ. (για τροφή)… … Dictionary of Greek
ευμετάβλητος — η, ο αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ο άστατος, ο ασταθής, αλλ. ευμετάβολος: Καιρός ευμετάβλητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐμεταβλητότατον — εὐμετάβλητος easily changed masc acc superl sg εὐμετάβλητος easily changed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεταβλήτως — εὐμετάβλητος easily changed adverbial εὐμετάβλητος easily changed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμετάβλητον — εὐμετάβλητος easily changed masc/fem acc sg εὐμετάβλητος easily changed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεταβλητότερα — εὐμετάβλητος easily changed neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεταβλήτοις — εὐμετάβλητος easily changed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεταβλήτου — εὐμετάβλητος easily changed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεταβλήτους — εὐμετάβλητος easily changed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεταβλήτῳ — εὐμετάβλητος easily changed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)